σουκρούτ

σουκρούτ
το, Ν
λεπτοκομμένο λάχανο που διατηρείται μέσα σε αλμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choucroute < αλσατ. sukrut «είδος φυτού με ξινή γεύση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”